μόριο

μόριο
Από αυστηρά χημική έννοια είναι το ελάχιστο σωματίδιο μιας ένωσης που εμφανίζει όλες τις ιδιότητές της· υπό γενικότερη όμως έννοια, είναι η ένωση περισσότερων ατόμων, που συνιστούν μια σταθερή και καθορισμένη δομή. Με την έννοια αυτή, ως μ. θεωρούνται τα κέντρα μάζας, τα στοιχειακά δηλαδή κύτταρα των κρυστάλλων. Τα μ. σχηματίζονται από έναν αρκετά ποικίλο αριθμό ατόμων, που κανονικά αρχίζει από δύο και φτάνει σε μερικές εκατοντάδες· υπάρχουν μ. που αποτελούνται από αρκετά μεγάλο αριθμό ατόμων και χαρακτηρίζονται μακρομόρια. Τα μ. μπορεί να αποτελούνται από άτομα διάφορων στοιχείων ή από άτομα του αυτού στοιχείου, όπως π.χ. τα διατομικά μόρια των αερίων (με εξαίρεση τα ευγενή αέρια) ή τα στοιχειακά κύτταρα του αδάμαντα. Από την άποψη της φυσικής, ως μ. θεωρείται το απλό σωματίδιο ενός συστήματος που αποτελείται από έναν μεγάλο αριθμό σωματίων ανεξάρτητων μεταξύ τους, ενώ θεωρείται αόριστη η χημική τους ομοιογένεια και η δομική τους πολυπλοκότητα. Ο καθορισμός της έννοιας του μ. και η σαφής διάκρισή του από το άτομο, η οποία οφείλεται στον Αμεντέο Αβογκάντρο και τοποθετήθηκε σε χημική βάση από τον Στανίσλαο Κανιτσάρο, σημείωσε αποφασιστικό σταθμό στην ανάπτυξη της σύγχρονης χημείας. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον απέκτησε η υπόθεση, που αργότερα επαληθεύτηκε με πειραματικά δεδομένα, ότι σε πολλά αέρια στοιχεία τα άτομα είναι ενωμένα σε διατομικά μόρια. Το γεγονός αυτό εξουδετερώνει κάθε φαινομενική αντίφαση μεταξύ του νόμου των εκφρασμένων χημικών συνθέσεων, με βάση το βάρος των αντιδρώντων και των προϊόντων που προκύπτουν (νόμος των σταθερών και των πολλαπλών αναλογιών) και του νόμου του Γκέι-Λουσάκ, ο οποίος στις περιπτώσεις αυτές αναφέρεται στους όγκους των στοιχείων και των σχηματιζόμενων ουσιών. Η μελέτη των μ., θεμελιώδες πρόβλημα της χημείας, πέρασε από διαδοχικά στάδια αντίστοιχα με τα στάδια ανάπτυξης αυτής της επιστήμης. Από τον προσδιορισμό της εκατοστιαίας σύνθεσης προχώρησαν στις πρώτες υποθέσεις για τον τύπο που μπορούσαν με πιο συγκεκριμένο τρόπο να εκφράσουν οι ποσοτικές αυτές σχέσεις ανάμεσα στα αποτελέσματα που προέκυπταν από την ανάλυση· ο ακριβέστερος προσδιορισμός των ατομικών βαρών συνέβαλε αποφασιστικά στη λύση αυτού του προβλήματος. Πολύ γρήγορα, και ιδιαίτερα με την ανακάλυψη του φαινομένου της ισομέρειας, πρόβαλε η ανάγκη να αποδοθεί στα μ. μια δομή ικανή να εξηγήσει τις ιδιότητές τους. Περισσότερες γνώσεις επί των μ. αποκτήθηκαν όταν εφαρμόστηκαν οι μέθοδοι για τη μελέτη των άλλων χαρακτηριστικών τους, όπως είναι το μέγεθος, η σταθερότητα και η δραστικότητά τους. Τα χαρακτηριστικά αυτά, σε συνδυασμό με τη μοριακή δομή, ερμηνεύονται θεωρητικά χάρη στις μεθόδους της κβαντικής μηχανικής για τη μελέτη του χημικού δεσμού. Ανάλογα με το είδος και τον αριθμό των ατόμων που τα αποτελούν και με τον τύπο του δεσμού που τα ενώνει, τα μ. εμφανίζουν διαφορετικές ηλεκτρικές και μαγνητικές ιδιότητες, οι οποίες οφείλονται στη διάταξη των ηλεκτρονίων. Τα μ., στα οποία η κατανομή του φορτίου προκύπτει ασύμμετρη – π.χ. όλα τα μ. με ιονικό δεσμό – παρουσιάζουν μια ίδια ηλεκτρική ροπή και γι’ αυτό λέγονται «πολικά μ.» ή «διπολικά μ.». Με τον διπολικό χαρακτήρα των μ. σχετίζεται στενά η τάση τους να ενωθούν για να σχηματίσουν πολυμοριακές δομές· ένα παράδειγμα παρόμοιας συμπεριφοράς μας δίνει το νερό. Μοριακά φάσματα. Σχετικός με την ηλεκτρονική δομή των μ. είναι ο τύπος του φάσματος που δίνουν. Αντίθετα με τα ατομικά φάσματα, που αποτελούνται από γραμμές, τα μοριακά φάσματα αποτελούνται από ταινίες (δέσμες) και λέγονται «φάσματα ταινιών». Η διαφορά αυτή οφείλεται στο γεγονός ότι ενώ στα άτομα η εκπομπή της ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας οφείλεται αποκλειστικά στις μεταπηδήσεις των ηλεκτρονίων σε διάφορες στάθμες ενέργειας, στα μ. έχουμε την εκπομπή της ακτινοβολίας σε σχέση με την περιστροφική κίνηση του όλου μ. και με τις παλμικές κινήσεις των πυρήνων των ατόμων που το αποτελούν. Ως συνέπεια τούτου, στα αποτελέσματα της μετάθεσης των ηλεκτρονίων από τη μια στιβάδα στην άλλη επιδρούν και γεγονότα οφειλόμενα σε κινήσεις που προκαλούνται από την εκπομπή πολλών συχνοτήτων – ελάχιστα διαφορετικών μεταξύ τους – οι οποίες σχηματίζουν τις «φασματικές ταινίες». Η μελέτη των φασματικών ταινιών των μ. επιτρέπει να αντλήσουμε δεδομένα για τις αποστάσεις μεταξύ των πυρήνων των ατόμων που συγκροτούν το μ. (όπου είναι γνωστή η μάζα των πυρήνων) και για τη συχνότητα των ταλαντώσεων με τις οποίες τα άτομα πάλλονται μέσα στα μόρια. Στατιστικές ιδιότητες των συσσωματώσεων των μ. Η παρουσία ελεύθερων μ. είναι χαρακτηριστικό της αέριας κατάστασης· σ’ αυτήν την κατάσταση συσσωμάτωσης, κάθε μ. συμπεριφέρεται ως αυτοτελές και αποτελεί μέρος ενός συνόλου που αποτελείται από έναν πολύ μεγάλο αριθμό αυτοτελών μονάδων. Γι’ αυτό δεν έχει πρακτική σημασία η μελέτη της φυσικής συμπεριφοράς του αυτοτελούς μ., αλλά ο προσδιορισμός της μέσης τιμής μερικών μεγεθών, τις οποίες παίρνουμε με στατιστικές μεθόδους. Βασική σ’ αυτόν τον τομέα είναι η αρχή της ισοκατανομής της ενέργειας, η οποία καθορίζει ότι σε κάθε μ. αντιστοιχεί μια κινητική ενέργεια μεταφοράς ίση προς 3/2 kT (όπου 1/2 kT είναι η ενέργεια που αναλογεί σε κάθε βαθμό ελευθερίας, ενώ το μ. κατέχει τρεις βαθμούς ελευθερίας η οποία αντιστοιχεί στη δυνατότητα μετατόπισης του στις τρεις διαστάσεις του χώρου). Από την αρχή της ισοκατανομής της ενέργειας προκύπτει ότι εφόσον η κινητική ενέργεια είναι ευθέως ανάλογη προς τη μάζα του ορισμένου μ., η μέση ταχύτητα θα είναι τόσο μεγαλύτερη όσο μικρότερη είναι η μάζα και αντίστροφα. Ένα άλλο σημαντικό μέγεθος είναι η «μέση ελεύθερη διαδρομή», που δεν συμπίπτει με την ελεύθερη διαδρομή κάθε αυτοτελούς μ. σε κάθε στιγμή, αλλά εκφράζει μια μέση τιμή που προκύπτει από στατιστικές εκτιμήσεις. Αυτό καθορίζεται ως το μέσο μήκος της διαδρομής που ένα μ. μπορεί να διανύσει μεταξύ δύο διαδοχικών κρούσεων. Το διάστημα αυτό είναι της τάξης μεγέθους των 10-5 cm στα αέρια υπό πίεση 760 mm του Hg. Γίνεται, λοιπόν, καταφανές ότι η μέση ελεύθερη διαδρομή ελαττώνεται με την αύξηση του αριθμού των μ. κατά μονάδα όγκου και με την αύξηση της διαμέτρου της. Η έννοια «μέση ελεύθερη διαδρομή» παρουσιάζει μεγάλη χρησιμότητα για να διερευνήσουμε τα φαινόμενα της ρευστότητας, της αέριας διάχυσης, της θερμικής αγωγιμότητας. Από τη γνώση της μέσης ελεύθερης διαδρομής μπορούμε να υπολογίσουμε τη διάμετρο των μ., η οποία προκύπτει ότι είναι της τάξης μεγέθους των 10-8 cm. μοριακή δέσμη. Μία ευθυγραμμισμένη δέσμη ατόμων ή μ. σε χαμηλή πίεση, στην οποία όλα τα σωμάτια κινούνται προς την ίδια διεύθυνση, ενώ ταυτόχρονα παρατηρούνται λίγες κρούσεις μεταξύ τους. μοριακή πόλωση. Όταν ένα μ. βρεθεί μέσα σε ένα ηλεκτρικό πεδίο παρατηρείται μία μικρή μετατόπιση των ηλεκτρικών κέντρων, με αποτέλεσμα το μ. να αποκτά μορφή ηλεκτρικού διπόλου. Αν m = αΕ, όπου m είναι η ηλεκτρική διπολική ροπή που επάγει το ηλεκτρικό πεδίο με ένταση Ε, τότε η σταθερά α λέγεται πολωσιμότητα του μορίου. μοριακή ροή. Ένας τύπος ροής αερίου που παρατηρείται σε χαμηλές πιέσεις, όταν η μέση ελεύθερη διαδρομή των μορίων του αερίου είναι μεγάλη σε σύγκριση με τις διαστάσεις του σωλήνα μέσα στον οποίο ρέει το αέριο. Ο ρυθμός της ροής του αερίου καθορίζεται από τις κρούσεις μεταξύ των μ. και τα τοιχώματα του σωλήνα, παρά από τις κρούσεις μεταξύ των μορίων και, επομένως, η ροή δεν εξαρτάται από το ιξώδες του αερίου. Η μοριακή ροή λέγεται επίσης και ροή Κνούντσιν. μοριακό κενό. Η κατάσταση του χώρου μέσα σε ένα κλειστό δοχείο κατά την οποία τα μ. του υπολειπόμενου αερίου συγκρούονται με τα τοιχώματα του δοχείου πιο συχνά από ό,τι μεταξύ τους. Η μέση ελεύθερη διαδρομή ενός μ. είναι η απόσταση που διανύει ανάμεσα σε δύο διαδοχικές συγκρούσεις του με άλλα μ. Το κενό χαρακτηρίζεται μ. όταν η μέση ελεύθερη διαδρομή είναι αισθητά μεγαλύτερη από την απόσταση μεταξύ των πλευρών του δοχείου. Η πίεση που επικρατεί μέσα σε ένα δοχείο όπου επικρατεί μοριακό κενό είναι το περισσότερο μερικά εκατομμυριοστά της ατμοσφαιρικής πίεσης. Η πυκνότητα του αερίου ελαττώνεται με την πίεση κατά την ίδια αναλογία που ελαττώνεται η πυκνότητα του αέρα με την ατμοσφαιρική πίεση. μοριακό τροχιακό. Σε ένα άτομο τα ηλεκτρόνια που κινούνται γύρω από τον πυρήνα έχουν ατομικά τροχιακά που συχνά απεικονίζονται ως η περιοχή γύρω από τον πυρήνα στην οποία υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να βρεθεί το ηλεκτρόνιο. Όταν σχηματίζονται τα μ., τα ηλεκτρόνια σθένους μετακινούνται κάτω από την επίδραση δύο ή περισσοτέρων πυρήνων και τότε οι κυματοσυναρτήσεις τους ονομάζονται μοριακό τροχιακό, που μπορούν και αυτά να απεικονιστούν με ορισμένες περιοχές στο χώρο. Συνήθως τα μοριακά τροχιακά θεωρούνται ότι σχηματίζονται από συνδυασμό ατομικών τροχιακών. Δύο ατομικά τροχιακά συνδυάζονται για να δώσουν δύο μοριακά τροχιακά διαφορετικών ενεργειών και μορφών. Μόριο. Πάνω αριστερά, ετεροπολικό μόριο φθόριου και λίθιου: το λίθιο χάνει ένα ηλεκτρόνιο φορτιζόμενο θετικά, ενώ το φθόριο φορτίζεται αρνητικά. Τα δύο ιόντα είναι ενωμένα με την ηλεκτροστατική έλξη. Πάνω δεξιά, ομοιοπολικό διατομικό μόριο του οξυγόνου: τα άτομα είναι ενωμένα με ένα κοινό ζεύγος ηλεκτρονίων. Κάτω, ένα μοριακό φάσμα δεσμών. Οι ταινίες αποτελούνται από μεγάλο αριθμό δεσμών, που προσεγγίζουν μεταξύ τους. Πρότυπο μακρομόριο γλουταμινικού οξέος -L (+): το κόκκινο παριστάνει το οξυγόνο, το λευκό το υδρογόνο, το μαύρο τον άνθρακα, το μπλε το άζωτο.
* * *
το (ΑΜ μόριο, Μ και ἐμόριον) [μόρος]
1. ελάχιστο τμήμα, τεμάχιο, τεμαχίδιο («εὐλαβούμενοι μή ποτε φανῇ τὸ ἕν μὴ ἕν, ἀλλὰ πολλὰ μόρια», Πλάτ.)
2. συστατικό τμήμα ενός συνόλου («εἰς ἃ τὸ εἶδος διαιρεθείη ἄν... λέγεται μόρια τούτου», Αριστοτ.)
3. μέρος τού οργανισμού ζώων ή φυτών («Περὶ ζῴων μορίων» — τίτλος συγγράμματος τού Αριστοτέλους)
4. μέλος τού ανθρώπινου σώματος
5. συν. στον πληθ. τα μόρια
α) τα γεννητικά όργανα τού άρρενος και τού θήλεος
β) γλωσσ. μικρές, μονοσύλλαβες κυρίως, άκλιτες λέξεις, τών οποίων ο ρόλος είναι γραμματικοσυντακτικός μάλλον παρά λεξιλογικός, υπό την έννοια ὅτι δεν είναι φορείς συνήθους λεξικής σημασίας, αλλά ποικίλλουν, χρωματίζουν, συνδέουν τις προτάσεις και βοηθούν στον σχηματισμό εγκλίσεων και χρόνων
νεοελλ.
χημ. ομάδα ατόμων τα οποία συνδέονται μεταξύ τους αρκετά ισχυρά, ώστε να αποτελούν μια ξεχωριστή οντότητα δρώντας συλλογικά ως ενιαία μονάδα
μσν.
οι όρχεις
μσν.-αρχ.
κλάσμα
αρχ.
1. τμήμα τής σφαίρας τού κόσμου («φασὶ τρία μόρια εἶναι γῆν πᾱσαν», Ηρόδ.)
2. μέρος τής συλλαβής, γράμμα τού αλφαβήτου
3. τμήμα στρατού
4. (για προσ.) μέλος συμβουλίου
5. κλάσμα με παρονομαστή τη μονάδα
6. ο παρονομαστής τού κλάσματος
7. φρ. α) «μόρια λόγου» — τα μέρη τού λόγου
β) «μόριον ἐγκλιτικόν» ή, απλώς, «μόριον» — άκλιτο λεξίδιο που ο τόνος του ακολουθεί τους κανόνες τής εγκλίσεως τού τόνου
γ) «μορίου» ή «ἐν μορίῳ» — διαιρούμενο υπό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μόριο — το 1. (χημ.), το ελάχιστο σωματίδιο της ύλης που μπορεί να υπάρχει σε ελεύθερη κατάσταση, το οποίο δεν μπορεί να διαιρεθεί περισσότερο παρά μόνο με χημικά μέσα. 2. (γραμμ.), μονοσύλλαβες λέξεις που χρησιμοποιούνται στη γλώσσα μας με διάφορες… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γάου — (μόριο) αποδίδει το αλύχτημα του σκύλου, γαβ. [ΕΤΥΜΟΛ. Ηχομιμητική λ.] …   Dictionary of Greek

  • θα — (μόριο) 1. δηλώνει κάτι που πρόκειται να γίνει στο μέλλον («θα γράψω») 2. δηλώνει δυνητική διάθεση («θα έγραφα, αν είχα καιρό») 3. δηλώνει κάτι το πιθανό («κάτι θα τού έτυχε, γι* αυτό δεν ήρθε»). [ΕΤΥΜΟΛ. θα < θανά < θε να (με αφομοίωση)… …   Dictionary of Greek

  • σύνδεσμος — Μόριο που έχει το ρόλο να συνδέει μεταξύ τους δύο ή περισσότερους όρους σε μια πρόταση ή να ενώνει δύο ή περισσότερες προτάσεις. Οι σ. ανήκουν στα μορφολογικά άκλιτα εκείνα στοιχεία (προθέσεις, επιρρήματα), των οποίων ο ρόλος είναι να… …   Dictionary of Greek

  • όχι — (μόριο) δηλώνει: α) άρνηση («όχι, δεν παίζω») β) απαγόρευση («όχι, μην πας εκεί») γ. (σε ποιητ. χρήση) όσο και αν, παρ ότι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. οὐχί. Το ο έχει προέλθει από συναίρεση τής φρ. ἐγώ οὐχί] …   Dictionary of Greek

  • ωσάν — μόριο, σαν, σαν να …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ύλη — Στην ευρεία έννοια, ύ. είναι καθετί που γίνεται αντιληπτό από τις αισθήσεις μας ή, πιο γενικά, καθετί που μπορεί να μετρηθεί με οποιοδήποτε όργανο μέτρησης. Στη στενή έννοια, ύ. και μάζα ταυτίζονται: ακριβέστερα, ύ. είναι καθετί που… …   Dictionary of Greek

  • ιονισμός (του ατόμου) — Φαινόμενο κατά το οποίο ένα άτομο, αρχικά ουδέτερο, μετατρέπεται σε ένα ιόν, που έχει ένα ή περισσότερα ηλεκτρικά φορτία, καθώς ένας αριθμός ηλεκτρονίων, που περιφέρονταν αρχικά γύρω από τον πυρήνα του, έχει διαφύγει της έλξης και κινούνται,… …   Dictionary of Greek

  • ου — (I) (ΑΜ oὐ, Α και οὐχί και οὐκί) (αρν. μόριο τής αρχαίας το οποίο χρησιμοποιείται πριν από σύμφωνο, συμπεριλαμβανομένου και τού δίγαμμα, ενώ το οὐκ και το οὐχ χρησιμοποιούνται πριν από φωνήεν που ψιλούται ή δασύνεται, αντίστοιχα, στο τέλος δε… …   Dictionary of Greek

  • τε — ΝΜΑ (ως συμπλεκτ. σύνδ.) χρησιμοποιείται αντί τού και, στη νεοελλ. ως λόγιος τ. ιδίως σε προτάσεις που περιέχουν δύο και, αντί τού πρώτου (α. «είναι άριστος γνώστης τής τε αρχαίας και τής νεοελληνικής γλώσσας» β. «χρὴ...λαχάνων ἅπτεσθαι, κοιλίαν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”